- δηκτήριος
- δηκτ-ήριος, ον,A biting, torturing,
καρδίας E.Hec.235
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρδίας E.Hec.235
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δηκτήριος — δηκτήριος, ον (Α) [δήκτης] αυτός που δαγκώνει, που προξενεί οδύνη ή πόνο («μηδὲ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι», Ευρ.) … Dictionary of Greek
δηκτήρια — δηκτήριος biting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek